- εξατομικεύω
- εξατομίκευσα, εξατομικεύτηκα, εξατομικευμένος, μτβ.1. κάνω κάτι ατομικό, το συμμορφώνω προς τις ιδιότητες κάποιου ατόμου.2. (νομ.), φρ., «εξατομικεύω ποινή», καθορίζω και επιβάλλω ποινή όχι μόνο ανάλογα με το έγκλημα καθαυτό, αλλά και ανάλογα με το άτομο που εγκλημάτησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.